καρτέσιο(ν)

καρτέσιο(ν)
καρτέσιο(ν), τὸ (Μ)
νομισματική μονάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. quartese].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …   Dictionary of Greek

  • διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… …   Dictionary of Greek

  • εθοδολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθοδολογία 2. αυτός που γίνεται ή λειτουργεί για λόγους σχετικούς με μια μέθοδο («η αμφιβολία στον Καρτέσιο είχε μεθοδολογικό χαρακτήρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεθοδολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • καρτεσιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Καρτέσιο και στο σύστημά του («καρτεσιανές συντεταγμένες») 2. το αρσ. ως ουσ. ο καρτεσιανός ο οπαδός τού φιλοσοφικού συστήματος τού Καρτεσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cartesien …   Dictionary of Greek

  • μαρίνος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανατόμος (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Άκμασε γύρω στο 90 π.Χ. και υπήρξε δάσκαλος του εμπειρικού Κόιντου. Ο Γαληνός τον αποκαλούσε επανορθωτή της ανατομίας. Στον Μ. αποδίδονται οι τίτλοι 20 βιβλίων σχετικών με… …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”